- νηστίσιμος
- -η, -οφαγητό που επιτρέπεται να τρώει κανείς κατά την εκκλησιαστική νηστεία (αντίθ. αρτύσιμος και αρτυμένος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρτύσιμος — η, ο αυτός που δεν είναι νηστίσιμος, φαγητό πασχαλινό (κρέας, αβγά, τυρί κτλ.): Αυτά που τρώτε είναι όλα αρτύσιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαδερός — ή, ό 1. λιπαρός. 2. (για φαγητά), νηστίσιμος: Στη διάρκεια της νηστείας τρώμε λαδερά φαγητά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαρακοστιανός — ή, ό 1. νηστίσιμος: Σαρακοστιανό φαγητό. 2. ισχνός, πολύ λεπτός: Σαρακοστιανή γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταραμοκεφτές — ο πληθ. έδες, κεφτές νηστίσιμος που αντί για κιμά έχει ταραμά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)